- συνδιαστρέφω
- ΜΑ(με ηθική σημ.) διαφθείρω από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον («συνδιαστρέφειν ψυχήν», Πλούτ.)αρχ.διαστρέφω, παραμορφώνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συνδιαστρέφεται τῷ ποδὶ τὸ ὑπόδημα», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιαστραφέντων — συνδιαστρέφω distort together aor part pass masc/neut gen pl συνδιαστρέφω distort together aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαστρέφουσιν — συνδιαστρέφω distort together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνδιαστρέφω distort together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαστρέψαι — συνδιαστρέφω distort together aor inf act συνδιαστρέψαῑ , συνδιαστρέφω distort together aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαστρέψεις — συνδιαστρέφω distort together aor subj act 2nd sg (epic) συνδιαστρέφω distort together fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαστραφεῖσα — συνδιαστρέφω distort together aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαστραφῆναι — συνδιαστρέφω distort together aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαστραφῇ — συνδιαστρέφω distort together aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαστρέφειν — συνδιαστρέφω distort together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαστρέφεσθαι — συνδιαστρέφω distort together pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαστρέφεται — συνδιαστρέφω distort together pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)